Unregelmäßige Verben im Neugriechischen

aus Wikipedia, der freien Enzyklopädie
Zur Navigation springen Zur Suche springen

Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.

Vorbemerkungen und Statistik

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Als unregelmäßige Verben können folgende gelten:

  • Verben, deren Stämme Besonderheiten aufweisen
  • Verben, deren Endungen Besonderheiten aufweisen
  • Defektive Verben, d. h. Verben, die nicht alle Formen bilden und beispielsweise nur im Präsensstamm auftreten, nicht aber im Aoriststamm

Das maßgebliche wissenschaftliche Lexikon zu den Verben im Neugriechischen von Anna Iordanidou umfasst 4500 Verben mit 235 (!) verschiedenen Konjugationsschemata, was die enorme Vielfalt des neugriechischen Verbsystems zeigt. Da natürlich nur ein Teil dieser 235 Konjugationstypen als regelmäßig gilt, ist die Liste der unregelmäßigen Verben entsprechend lang.

Die Liste in diesem Artikel, die auch gelehrte Verben sowie deren Komposita berücksichtigt, umfasst ohne die defektiven Verben etwa 500 unregelmäßige Verben, wobei damit allerdings bei weitem nicht alle in Frage kommenden Verben erfasst sind.

Wie viele und welche Verben zu diesen Gruppen zu zählen sind, hängt unmittelbar mit der Frage zusammen, inwieweit man unter dem Begriff „Neugriechisch“ auch altgriechische bzw. hochsprachliche Wörter und Grammatikstrukturen im Rahmen des Neugriechischen zulässt. Diese Frage ist alles andere als einfach zu beantworten, da sich das Neugriechische nicht wie etwa das Neuhochdeutsche als eine diachron gut eingrenzbare und kompakte Sprache präsentiert, sondern in den letzten Jahrzehnten starke Entwicklungen durchgemacht und sein Aussehen deutlich verändert hat. So sind in das heutige Standard Modern Greek, das sich als eine Art Synthese zwischen der einstigen Volkssprache (Dimotiki) und der Hochsprache (Katharevousa) darstellt, viele hochsprachliche („gelehrte“) Verben eingegangen, die zum Teil nach altgriechischen Konjugationsschemata flektiert werden und im Rahmen des Neugriechischen unregelmäßig sind. Ihr Gebrauch beschränkt sich oftmals auf den schriftlichen oder gelehrten Bereich; vielfach sind auch nur bestimmte Formen (meist die 3. Person Singular und Plural) gebräuchlich.

Schließlich hängt die Zahl der unregelmäßigen Verben auch davon ab, wie man innerhalb des neugriechischen Verbkonjugationssystems die Grenze zwischen „regelmäßig“ und „unregelmäßig“ zieht. Problematisch sind hier beispielsweise alle Verben auf -αίνω, die den Aorist auf -ανα (-άνθηκα), -ανα (-άθηκα), -υνα oder -αξα bilden; sowie diejenigen Verben auf -ώ, die den Aorist nicht auf -ησα (regelmäßig), sondern auf -ασα, -εσα, -υσα, -αξα, -ηξα oder -εψα (unregelmäßig) bilden. In der untenstehenden Liste sind zumindest einige Verben auf -αίνω und die wichtigsten unregelmäßigen auf -ώ (Aorist nicht -ησα) enthalten.

Verben mit unregelmäßiger Stammbildung

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Die Neugriechisch-Grammatik von Manolis Triantafyllidis (1941) unterscheidet zehn verschiedene Typen unregelmäßiger Verben:

  • Verben, die ihren Aoriststamm von einer anderen Wurzel bilden (βλέπω > είδα).
  • Verben, die im Aoriststamm den Schlusskonsonant des Präsensstamms ändern (außer zu /s/) (βάζω > έβαλα).
  • Verben, die im Aoriststamm den Stammvokal des Präsensstammes ändern (δίνω > έδωσα).
  • Verben auf -αίνω oder -άνω, die im Aorist das ν verlieren und den Vokal des Präsensstammes ändern (αμαρτάνω > αμάρτησα).
  • Verben auf -λλω, die im Aoriststamm ein λ verlieren und teils auch den Vokal des Präsensstammes ändern (σφάλλω > έσφαλα).
  • Verben auf -λνω oder -ρνω, die im Aoriststamm das ν verlieren und oft auch den Vokal des Präsensstammes ändern (δέρνω > έδειρα).
  • Verben auf -αίνω, die im Aoriststamm die Silbe -αιν- verlieren (καταλαβαίνω > κατάλαβα).
  • Verben der ersten Konjugation, die Tempora und Formen wie Verben der zweiten Konjugation bilden (βόσκω > βόσκησα).
  • Verben der zweiten Konjugation (-ώ), die den Aorist auf -ασα, -εσα, -υσα, -αξα, -ηξα, -εψα bilden (γελώ > γέλασα).
  • Verben, die eine unregelmäßige Partizipienbildung aufweisen (αγανακτώ > αγανακτισμένος).

Zusammen mit zahlreichen gelehrten Verben, die in den letzten Jahrzehnten aus der Katharevousa ins Neugriechische eingegangen sind und von Triantafyllidis 1941 noch nicht erfasst wurden, ergibt sich folgende (unvollständige) Liste der Verben mit unregelmäßiger Stammbildung im Neugriechischen.
Anmerkung: Komposita sind meist unter dem Grundverb aufgelistet, sofern sie wie dieses konjugiert werden; das Verb επιτρέπω ist beispielsweise unter τρέπω zu finden. Sehr gelehrte Formen sind mit einem Asteriskus* versehen. Eingeklammerte Vorsilben demonstrieren beispielsweise die Bildung des inneren Augments bzw. stehen dann, wenn nur das Kompositum mit Vorsilbe gebräuchlich ist. Ganze eingeklammerte Formen geben an, dass der Gebrauch sehr selten ist. Aufgrund ihrer direkten Übernahme aus dem Altgriechischen ohne Rücksichtnahme auf die veränderte Phonologie beinhalten diese Formen manchmal schwer zu artikulierende Lautkombinationen; dann sind sie mit zwei Asterisken** markiert. Nicht als unregelmäßig erachtet wurden Verben auf -εύω, die den gelehrten Aorist -ευσα bilden (z. B. απαγορεύω, απογοητεύω, γοητεύω, δραπετεύω, σκοπεύω, υπαγορεύω, χρησιμεύω), sowie Verben, die im Aorist ein inneres Augment bilden, sich aber ansonsten normal verhalten (z. B. εκφράζω > εξέφρασα). Ebenfalls nicht berücksichtigt wurden Verben, die unregelmäßige Imperative bilden, wie beispielsweise τρέχω > τρέχα.

Stamm 1 Stamm 2 Stamm 2 Stamm 3 Stamm 3
Präsens Aktiv,
unbestimmtes Futur Aktiv (+θα)
Aorist Aktiv Konjunktiv Aorist Aktiv (+να),
punktuelles Futur Aktiv (+θα)
Aorist Mediopassiv Konjunktiv Aorist Mediopassiv (+να),
punktuelles Futur Mediopassiv (+θα)
Partizip Perfekt Mediopassiv
-αγγέλλω
αν-, απ-, εξ-, κατ-, προ- u. a.
άγγειλα, ήγγειλα* αγγείλω αγγέλθηκα αγγελθώ αγγελμένος
αγρυπνάω, αγρυπνώ αγρύπνησα αγρυπνήσω - - αγρυπνισμένος
-άγω
αν-, διεξ-, εισ-, εν-, εξ-, παρ-, προ-, προσ-, υπ- u. a.
-ήγαγα -αγάγω -άχθηκα, -ήχθην* -αχθώ -αγμένος,
-ηγμένος*
-αιρώ
αφ-, δι-, εξ-, καθ-, συν- u. a.
-αίρεσα -αιρέσω -αιρέθηκα -αιρεθώ -αιρεμένος,
-ηρημένος*
αισθάνομαι
ebenso: δι-, προαισθάνομαι
- - αισθάνθηκα αισθανθώ -
ακουμπάω, ακουμπώ ακούμπησα ακουμπήσω ακουμπήθηκα ακουμπηθώ ακουμπισμένος
ακριβαίνω ακρίβυνα ακριβύνω - - -
αμαρταίνω, αμαρτάνω αμάρτησα αμαρτήσω - - -
αμύνομαι - - αμύνθηκα αμυνθώ -
ανακλώ
ebenso: αντανακλώ
ανάκλασα ανακλάσω ανακλάστηκα ανακλαστώ ανακλασμένος
ανασαίνω ανάσανα ανασάνω - - ανασασμένος
ανασταίνω ανάστησα, ανέστησα αναστήσω αναστθήκηα αναστηθώ αναστημένος
ανατέλλω ανέτειλα ανατείλω - - -
ανεβαίνω - - ανέβηκα ανέβω, ανεβώ ανεβασμένος
ανθίσταμαι - - αντιστάθηκα αντισταθώ -
αντέχω άντεξα αντέξω - - -
αντιλαμβάνομαι - - αντιλήφθηκα αντιληφθώ -
απαλλάσσω απάλλαξα, απήλλαξα* απαλλάξω απαλλάχτηκα, απαλλάχθηκα,
απηλλάγην*
απαλλαχτώ, απαλλαχθώ, απαλλαγώ* απαλλαγμένος
απελαύνω απέλασα απελάσω απελάθηκα απελαθώ -
απευθύνω απέυθυνα, απηύθυνα απευθύνω απευθύνθηκα απευθυνθώ απευθυμένος
απέχω απείχα, απέσχον* απέχω, απόσχω* - - -
αποθαρρύνω αποθάρρυνα αποθαρρύνω αποθαρρύνθηκα αποθαρρυνθώ αποθαρρημένος
αποσταίνω
ebenso: ξαποσταίνω
απόστασα αποστάσω - - αποσταμένος
αποφαίνομαι - - αποφάνθηκα, απεφάνθην* αποφανθώ -
αρέσω άρεσα αρέσω - - -
αρκώ
ebenso: διαρκώ
άρκεσα, ήρκεσα* αρκέσω αρκέστηκα αρκεστώ -
αρρωσταίνω αρρώστησα αρρωστήσω - - αρρωστημένος
αρταίνω άρτυσα αρτύσω αρτύθηκα αρτυθώ αρτυμένος
αυξάνω, αυξαίνω
ebenso: επαυξάνω
αύξησα αυξήσω αυξήθηκα αυξηθώ αυξημένος
αφαιρώ αφαίρεσα αφαιρέσω αφαιρέθηκα αφαιρεθώ αφαιρεμένος
αφήνω άφησα αφήσω αφέθηκα αφεθώ αφημένος
βάζω έβαλα βάλω βάλθηκα βαλθώ βαλμένος
βαίνω
αντι-, επι-, παρα-, προ-, συμ- u. a.
- - (επέμ-)βηκα,
(επεν-)έβηκα,
(προ-)έβην
(συν-)έβη, -ησαν
(προ-)βώ,
(επ-)έμβω,
(συμ-)βεί
-
βάλλω
αμφι-, ανα-, απο-, δια-, εισ-, εκ-, εμ-, επι-, κατα-, μετα-, παρα-, προ-, συμ-, υπερ-, υπο- u. a.
έβαλα βάλω βλήθηκα βληθώ (ανα-)βλημένος,
(επι-)βεβλημένος
βαράω βάρεσα βαρέσω βαρέθηκα βαρεθώ βαρεμένος
βαρύνω, βαραίνω
ebenso: επιβαρύνω
βάρυνα βαρύνω (επι-)βαρύνθηκα (επι-)βαρυνθώ (επι-)βαρημένος,
(επι-)βεβαρημένος*
βαστάω βάσταξα, βάστηξα βαστάξω, βαστήξω βαστήχτηκα βαστηχτώ -
βγάζω έβγαλα βγάλω βγάλθηκα βγαλθώ βγαλμένος
βγαίνω - - βγήκα βγω βγαλμένος
βλασταίνω, βλαστάνω βλάστησα βλαστήσω - - βλαστημένος
βλέπω είδα δω ειδώθηκα ιδωθώ ιδωμένος
-βλέπω
απο-, επι-, παρα-, προ-, υπο- u. a.
-έβλεψα -βλέψω -βλέφθηκα -βλεφθώ -
βογγώ βόγγηξα βογγήξω - - -
βόσκω βόσκησα βοσκήσω βοσκήθηκα βοσκηθώ βοσκημένος
βουτώ βούτηξα βουτήξω βουτήχτηκα βουτηχτώ βουτηγμένος
βρέχω έβρεξα βρέξω βράχηκα, βρέχτηκα βραχώ, βρεχτώ βρε(γ)μένος
βρίσκω βρήκα βρω βρέθηκα βρεθώ -
βροντάω, βροντώ βρόντησα, βρόντηξα βροντήσω, βροντήξω - - -
βυζαίνω βύζαξα βυζάξω βυζάχτηκα βυζαχτώ βυζαγμένος
γδέρνω έγδαρα γδάρω γδάρθηκα γδαρθώ γδαρμένος
γελάω, γελώ
ebenso: ξεγελώ
γέλασα γελάσω γελάστηκα γελαστώ γελασμένος
γερνώ γέρασα γεράσω - - γερασμένος
γέρνω έγειρα γείρω - - γερμένος
γίνομαι - - έγινα, γίνηκα γίνω (γενώ) (γινωμένος)
γράφω
ebenso: απο-, αντι-, δια- u. a.
έγραψα γράψω γράφτηκα, γράφηκα γραφτώ, γραφώ γραμμένος,
(δια-)γεγραμμένος*
γυρνώ γύρισα γυρίσω γυρίστηκα γυριστώ γυρισμένος
δεικνύω
ανα-, απο-, επι-, κατα-, υπο- u. a.
έδειξα δείξω δείχτηκα, δείχθηκα δειχτώ, δειχθώ (ανα-)δειγμένος,
(απο-)δεδειγμένος*
δέρνω έδειρα δείρω δάρθηκα δαρθώ δαρμένος
διαβαίνω - - διάβηκα, διέβην* διαβώ -
διαβλέπω διείδα, διέβλεψα διίδω, διαβλέψω διαβλέφθηκα διαβλεφθώ -
διαθλώ διέθλασα διαθλάσω διαθλάστηκα διαθλαστώ διαθλασμένος
διακόπτω διέκοψα διακόψω διακόπηκα διακοπώ διακεκομμένος*
διαμαρτύρομαι - - διαμαρτυρήθηκα διαμαρτυρηθώ διαμαρτυρημένος
διαρρηγνύω διέρρηξα διαρρήξω διαρρήχθηκα, διαρρήχτηκα διαρρηχθώ, διαρρηχτώ διαρρηγμένος
διδάσκω δίδαξα διδάξω διδάχτηκα, διδάχθηκα διδαχτώ, διδαχθώ διδαγμένος
δίδω
ανα-, απο-, δια-, εκ-, εν-, επι-, κατα-, μετα-, παρα-, προ-
έδωσα δώσω δόθηκα δοθώ (παρα-)δομένος,
(δια-)δεδομένος*
διευκολύνω διευκόλυνα διευκολύνω διευκολύνθηκα διευκολυνθώ διευκολυμένος
δίνω έδωσα δώσω δόθηκα δοθώ δοσμένος
διψώ δίψασα διψάσω - - διψασμένος
δρω
ebenso:αντιδρώ, επιδρώ
έδρασα δράσω - - -
εγείρω
ebenso: αν-, δι-, εξεγείρω u. a.
έγειρα εγείρω εγέρθηκα εγερθώ (εξ-)εγερμένος
εγκαθιστώ, εγκατασταίνω εγκατέστησα εγκαταστήσω εγκαταστάθηκα εγκατασταθώ εγκαταστημένος, εγκατεστημένος
εγκαταλείπω εγκατέλειψα εγκαταλείψω εγκαταλείφθηκα, εγκαταλείφτηκα εγκαταλειφθώ, εγκαταλειφτώ εγκαταλειμμένος,
εγκαταλελειμμένος*
εκπλήσσω εξέπληξα εκπλήξω εξεπλάγην εκπλαγώ -
(εκρηγνύω) - - εξερράγην εκραγώ -
εκτίνω, εκτίω εξέτισα εκτίσω - - -
-ελαύνω
απ-, παρ-, προ- u. a.
(απ-)έλασα, (παρ-)ήλασα* (απ-)ελάσω (απ-)ελάθηκα (απ-)ελαθώ -
εξανίσταμαι - - εξανέστην εξαναστώ -
επαινώ επαίνεσα, επήνεσα* επαινέσω επαινέθηκα επαινεθώ -
έρχομαι
ebenso: αν-, απ-, δι-, εξ-, επ-, κατ-, παρ-, προσ- u. a.
ήρθα, ήλθα έρθω, έλθω - - -
εύχομαι
ebenso: απ-, προσεύχομαι
- - ευχήθηκα ευχηθώ -
εφευρίσκω εφεύρα, εφηύρα* εφεύρω εφευρέθηκα εφευρεθώ εφευρεμένος, εφευρημένος*
έχω
ebenso: εν-, εξ-, κατ-, περι-, προ-, συνέχω u. a.
είχα έχω - - -
ζεσταίνω ζέστανα ζεστάνω ζεστάθηκα ζεσταθώ ζεσταμένος
ζουλάω, ζουλώ ζούληξα ζουλήξω ζουλήχτηκα ζουληχτώ ζουληγμένος
θάβω έθαψα θάψω θάφτηκα, τάφηκα* ταφώ θαμμένος
θαρρώ
ebenso: αναθαρρώ
θάρρεψα, (αναθάρρησα) θαρρέψω, (αναθαρρήσω) - - -
θέλω θέλησα, ήθελα θελήσω - - ηθελημένος*
θέτω
ebenso: ανα-, απο-, δια-, εκ-, κατα-, παρα-, προσ-, συνθέτω u. a.
έθεσα θέσω τέθηκα τεθώ (προσ-)θεμένος,
(δια-)τεθειμένος*
-ίσταμαι
εν-, εξ-, καθ-, μεθ-, παρ-, προ-, υφ- u. a.
- - (υπ-)έστην (υπο-)στώ -
καθιστώ
ebenso: αντι-, απο-, εγ-, υποκαθιστώ u. a.
κατέστησα καταστήσω (αντι-)καταστάθηκα (απο-)κατασταθώ (απο-)κατεστημένος*
κάθομαι κάθισα, έκατσα καθίσω, κάτσω - - καθισμένος
καίω έκαψα κάψω κάηκα καώ καμένος
καλώ
ebenso: ανα-, απο-, εγ-, παρα-, προσ-, συγκαλω u. a.
κάλεσα καλέσω καλέστηκα, κλήθηκα καλεστώ, κληθώ καλεσμένος,
(προσ-)κεκλημένος*
κάνω
ebenso: αποκάνω
έκανα, έκαμα κάνω, κάμω - - καμωμένος
καταλαβαίνω κατάλαβα καταλάβω - - -
καταπίνω κατάπια καταπιώ καταπιώθηκα καταπιωθώ καταπιωμένος
καταπλήσσω κατέπληξα καταπλήξω κατεπλάγην* καταπλαγώ -
κατάσχω κατέσχεσα, κατέσχον* κατασχέσω, κατάσχω* κατασχέθηκα κατασχεθώ κατεσχημένος*
καταφρονώ καταφρόνεσα καταφρονέσω - - καταφρονεμένος
καταχρώμαι - - καταχράστηκα, καταχράσθηκα καταχραστώ, καταχρασθώ -
κατεβαίνω - - κατέβηκα κατέβω, κατεβώ -
κείμαι
ebenso: αντι-, δια-, εναπο- επι-, προ-, προσ-, συγ-, υπερ-, υπόκειμαι
- - (επρο-)κειτο
[(υπ-)έκειτο]
- -
κερδίζω κέρδισα κερδίσω κερδήθηκα κερδηθώ κερδισμένος
κερνάω, κερνώ κέρασα κεράσω κεράστηκα κεραστώ κερασμένος
κλαίω έκλαψα κλάψω κλαύτηκα, κλάφτηκα κλαυτώ, κλαφτώ κλαμένος
κλέβω έκλεψα κλέψω κλέφτηκα;
εκλάπη*, -ησαν*
(3. Pers.)
κλεφτώ, κλαπώ* κλεμμένος
κλίνω
ebenso: απο-, εκ-, συγκλίνω u. a.
έκλινα κλίνω - - -
κόβω έκοψα κόψω κόπηκα κοπώ κομμένος
κοιμάμαι, κοιμούμαι - - κοιμήθηα κοιμηθώ κοιμισμένος
κοιτάω, κοιτάζω κοίταξα κοιτάξω κοιτάχτηκα κοιταχτώ κοιταγμένος
κρεμώ κρέμασα κρεμάσω κρεμάστηκα κρεμαστώ κρεμασμένος
κρίνω
ebenso: δια-, εγ-, εκ-, συγκρίνω u. a.
έκρινα κρίνω κρίθηκα κριθώ (δια-)κεκριμένος
λαμβάνω, λαβαίνω
ebenso: ανα-, απο-, δια-, εκ-, επανα-, κατα-, μετα-, παρα-, προ-, προσ-, συλλαμβάνω, προλαβαίνω u. a.
έλαβα λάβω λήφθηκα, ελήφθην* ληφθώ (αν-)ειλημμένος
λαχαίνω έλαχα λάχω - - -
λέω, λέγω
ebenso: προ-, αντιλέγω
είπα πω ειπώθηκα, λέχθηκα;
ελέχθη*, -ησαν*
(3. Pers.)
ειπωθώ, λεχθώ ειπωμένος
λεπτύνω, λεπταίνω λέπτυνα λεπτύνω λεπτύνθηκα λεπτυνθώ (εκ-)λεπτυσμένος
λυσσώ λύσσαξα λυσσάξω - - λυσσασμένος
μαθαίνω έμαθα μάθω μαθεύτηκα μαθευτώ μαθημένος
μαραίνω μάρανα μαράνω μαράθηκα μαραθώ μαραμένος
-μανθάνω
εκ-, απο-
εξέμαθα* εκμάθω εκμαθήθηκα εκμαθηθώ -
μεθάω, μεθώ μέθυσα μεθύσω - - μεθυσμένος
μειγνύω
ebenso: αναμειγνύω
έμειξα μείξω μίχθηκα μιχθώ μιγμένος
μένω
ebenso: επι-
έμεινα μείνω - - -
μετέχω
ebenso: συμμετέχω
μετείχα, μετέσχον* μετάσχω - - -
μηνώ μήνυσα μηνύσω μηνύθηκα μηνυθώ μηνυμένος
μολύνω μόλυνα μολύνω μολύνθηκα μολυνθώ μολυσμένος
μπαίνω - - μπήκα μπω μπασμένος
μπορώ μπόρεσα μπορέσω - - -
νέμω
ebenso: απο-, δια-, κατανέμω
ένειμα νείμω (δια-)νεμήθηκα (κατα-)νεμηθώ (κατα-)νεμημένος
ντρέπομαι - - ντράπηκα ντραπώ -
ξεραίνω ξέρανα ξεράνω ξεράθηκα ξεραθώ ξεραμένος
ξερνάω ξέρασα ξεράσω - - ξερασμένος
ξέρω ήξερα ξέρω - - -
ξεχνώ ξέχασα ξεχάσω ξεχάστηκα ξεχαστώ ξεχασμένος
ξεψυχάω, ξεψυχώ ξεψύχησα ξεψυχήσω - - ξεψυχισμένος
ομορφαίνω ομόρφυνα ομορφύνω - - -
παθαίνω έπαθα πάθω - - (παθημένος)
παίρνω πήρα πάρω πάρθηκα παρθώ παρμένος
πάλλω έπαλα πάλω - - -
παραγγέλλω, παραγγέλνω παράγγειλα, παρήγγειλα* παραγγείλω παραγγέλθηκα παραγγελθώ παραγγελμένος
παραπονιέμαι - - παραπονέθηκα παραπονεθώ παραπονεμένος
παρέχω παρείχα, παρέσχον* παράσχω παρασχέθηκα, παρεσχέθην* παρασχεθώ -
παριστώ, παριστάνω, παρασταίνω παρέστησα παραστήσω παραστάθηκα παρασταθώ (παραστημένος)
πεθαίνω πέθανα πεθάνω - - πεθαμένος
πεινάω, πεινώ πείνασα πεινάσω - - πεινασμένος
περιμένω περίμενα περιμένω - - -
περνάω, περνώ
ebenso: ξε-, προσπερνάω
πέρασα περάσω περάστηκα περαστώ περασμένος
πετυχαίνω πέτυχα πετύχω - - πετυχημένος
πετώ πέταξα πετάξω πετάχτηκα πεταχτώ πετα(γ)μένος
πέφτω έπεσα πέσω - - πεσμένος
πηγαίνω, πάω πήγα πάω - - -
πηδάω πήδηξα, πήδησα πηδήξω, πηδήσω πηδήχτηκα πηδηχτώ πηδημένος
πικραίνω πίκρανα πικράνω πικράθηκα πικραθώ πικραμένος
πίνω ήπια πιω - - πιωμένος
πλέκω
ebenso: δια-, εμ-, περι-, συμπλέκω u. a.
(εν-)έπλεξα (συμ-)πλέξω (δια-)πλέχτηκα,
(εν-)επλάκην*
πλεχτώ,
(συμ-)πλακώ*
πλεγμένος
πλένω
ebenso: από-, ξεπλένω
έπλυνα πλύνω πλύθηκα πλυθώ πλυμένος
πλέω
ebenso: από-, δια-, εισ-, εκ-, επι-, καταπλέω u. a.
έπλευσα πλεύσω - - -
πλήττω έπληξα πλήξω πλήγηκα, επλήγην* πληχθώ, πληγώ* πληγμένος
πνέω
ebenso: ανα-, απο-, δια-, εισ-, εκ-, εμπνέω u. a.
έπνευσα πνεύσω (εμ-)πνεύσθηκα,
(εμ-)πνεύστηκα
(εμ-)πνευσθώ,
(εμ-)πνευστώ
(εμ-)πνευσμένος
ποικίλλω ποίκιλα ποικίλω - - ποικιλμένος*,
πεποικιλμένος*
πονώ
ebenso: συμπονώ
πόνεσα πονέσω - - πονεμένος
προφταίνω πρόφτασα προφτάσω - - -
ρέω
ebenso: δια-, κατα-, συρρέω u. a.
(κατ-)έρρευσα (διαρ-)ρεύσω - - -
ρουφώ ρούφηξα ρουφήξω ρουφήχτηκα ρουφηχτώ ρουφηγμένος
σέβομαι - - σεβάστηκα σεβαστώ -
σημαίνω
ebenso: επι-
σήμανα σημάνω σημάνθηκα σημανθώ σεσημασμένος*
σιχαίνομαι - - σιχάθηκα σιχαθώ σιχαμένος
σκέφτομαι, σκέπτομαι - - σκέφτηκα, σκέφθηκα σκεφτώ, σκεφθώ εσκεμμένος
σπείρω, σπέρνω
ebenso: δια-, εν-, εγκατασπείρω u. a.
έσπειρα σπείρω σπάρθηκα,
(εγκατ-)εσπάρην*
σπαρθώ,
(εγκατα-)σπαρώ*
σπαρμένος
(εγκατ-)εσπαρμένος*
σπάω, -σπω
αποσπώ, διασπώ
έσπασα σπάσω σπάστηκα σπαστώ σπασμένος
στέκομαι, στέκω - - στάθηκα σταθώ -
στέλλω, στέλνω
ebenso: ανα-, απο-, δια-, περι-, συ- υπο- u. a.
έστειλα στείλω στάλθηκα,
(απ-)εστάλην*
σταλθώ
(απο-)σταλώ*
σταλμένος
(απ-)εσταλμένος*
στενοχωρώ στενοχώρεσα, στενοχώρησα στενοχωρέσω, στενοχωρήσω στενοχωρέθηκα, στενοχωρήθηκα στενοχωρεθώ, στενοχωρηθώ στενοχωρεμένος, στενοχωρημένος
στραμπουλώ στραμπούληξα στραμπουλήξω στραμπουλήχτηκα στραμπουληχτώ στραμπουληγμένος
στρέφω
ebenso: ανα-, απο-, επι-, δια-, περι-, συστρέφω u. a.
έστρεψα στρέψω στράφηκα στραφώ στραμμένος,
(δι-)εστραμμένος*
συγχωρώ συ(γ)χώρεσα, συγχώρησα συ(γ)χωρέσω, συγχωρήσω συ(γ)χωρέθηκα, συγχωρήθηκα συ(γ)χωρεθώ, συγχωρηθώ συ(γ)χωρεμένος, συγχωρημένος
συμβαίνει - - συνέβη συμβεί -
συμπαρίσταμαι, συμπαραστέκομαι - - συμπαραστάθηκα συμπαρασταθώ -
συμπεραίνω συμπέρανα συμπεράνω - - -
συνέρχομαι - - συνήλθα συνέλθω -
συνιστώ, συστήνω συνέστησα, σύστησα συστήσω συστάθηκα, συστήθηκα συσταθώ, συστηθώ συστημένος
συντρέχω συνέτρεξα, συνέδραμα συντρέξω, συνδράμω - - -
σύρω, σέρνω
ebenso: ανα-, απο-, δια-, επι-, παρα-
έσυρα σύρω σύρθηκα συρθώ συρμένος
σφάλλω, σφάλλομαι έσφαλα σφάλω - - εσφαλμένος*
σχολάω, σχολνώ σχόλασα σχολάσω - - σχολασμένος
σωπαίνω σώπασα σωπάσω - - -
τείνω
ebenso: αντι-, εκ-, εν-, επι-, παρα-, προ-, συντείνω
έτεινα τείνω τάθηκα (παρα-)ταθώ (προ-)τεταμένος*
τελώ
ebenso: απο-, δια-, εκ-, επι-, συντελώ u. a.
τέλεσα τελέσω τελέστηκα τελεστώ τελεσμένος, τετελεσμένος*
τέμνω
ebenso: ανα-, δια-, κατα-, περι-, συντέμνω
έτμησα,
(αν-)έταμα
(κατα-)τμήσω,
(ανα-)τάμω
τμήθηκα τμηθώ (κατα-)τμημένος,
(συν-)τετμημένος*
τίθεμαι
ebenso: ανα-, απο-, δια-, εκ-, εν-, εναπο-, επι-, κατα-, παρα-, προσ-, υπο-, συντίθεμαι
- - τέθηκα, ετέθην* τεθώ τεθείμενος
τραβώ τράβηξα τραβήξω τραβήχτηκα τραβηχτώ τραβηγμένος
τρελαίνω τρέλανα τρελάνω τρελάθηκα τρελαθώ τρελαμένος
τρέμω έτρεμα τρέμω - - -
τρέπω
ebenso: ανα-, απο-, εκ-, επι-, μετα-, προτρέπω
έτρεψα τρέψω τράπηκα,
(απ-)ετράπην*
τραπώ (επι-)τετραμμένος*
τρέφω
ebenso: ανα-, δια, εκτρέφω
έθρεψα θρέψω τράφηκα,
(ανα-)θράφηκα,
(ανα-)θρέφτηκα
τραφώ,
(ανα-)θραφώ
θρεμμένος
τρώω, τρώγω έφαγα φάω φαγώθηκα φαγωθώ φαγωμένος
τυχαίνω, τυγχάνω
ebenso: απο-, επι-
(επ-)έτυχα (επι-)τύχω (επι-)τεύχθηκα** anhören/? - -
υπόσχομαι - - υποσχέθηκα υποσχεθώ υποσχεμένος, υπεσχημένος*
φαίνομαι
ebenso: ανα-, δια-, κατα- u. a.
- - φάνηκα, εφάνην* φανώ -
φέρνω
ebenso: καταφέρνω
έφερα φέρω φέρθηκα φερθώ φερμένος
-φέρω,
δια-, εκ-, ενδια-, μετα-, προσ-, συνεισ-, υποφέρω, u. a.
-φερα -φέρω -φέρθηκα -φερθώ -φερμένος, -φερόμενος
φεύγω
ebenso: απο-, δια-, κατα-, προσφεύγω u. a.
έφυγα φύγω (απο-)φεύχθηκα** anhören/? (απο-)φευχθώ -
φθείρω
ebenso: διαφθείρω
έφθειρα φθείρω φθάρθηκα,
(δι-)εφθάρην*
φθαρώ φθαρμένος,
(δι-)εφθαρμένος*
φοβάμαι, φοβούμαι - - φοβήθηκα φοβηθώ φοβισμένος
φορώ φόρεσα φορέσω φορέθηκα φορεθώ φορεμένος
φταίω έφταιξα φταίξω - - -
φυλάω, φυλάγω φύλαξα φυλάξω φυλάχτηκα φυλαχτώ φυλαγμένος
φυσάω, φυσώ φύσηξα φυσήξω - - -
χαίρομαι, χαίρω
ebenso: συγχαίρω
- - χάρηκα χαρώ -
χαλάω, χαλνώ χάλασα χαλάσω - - χαλασμένος
χαμογελάω, χαμογελώ χαμογέλασα χαμογελάσω - - -
χέω
ebenso: δια-, εγ-, συγχέω u. a.
(συν-)έχυσα (δια-)χύσω (δια-)χύθηκα (δια-)χυθώ (συγ-)κεχυμένος*
χορταίνω χόρτασα χορτάσω χορτάστηκα - χορτασμένος
ψάλλω, ψέλνω έψαλα ψάλω ψάλθηκα;
εψάλη*, -ησαν*
(3. Pers.)
ψαλθώ, ψαλώ* ψαλμένος

Verben mit unregelmäßiger Formenbildung

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Einige Verben folgen nicht den üblichen neugriechischen Konjugationsschemata, sondern haben altgriechische Formen erhalten. Der Gebrauch dieser Verben beschränkt sich oft auf schriftliche Texte und bestimmte Formen; so sind zum Beispiel die Formen der 2. Person Plural bei vielen der folgenden Verben ungebräuchlich bzw. nur gebildeten Griechen bekannt. Auch zählen manche dieser Verben gleichzeitig zu den defektiven Verben, da sie nicht in allen Tempora auftreten.

Verben auf -αμαι/-εμαι/-ειμαι

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Hierbei handelt es sich um die im Neugriechischen erhaltenen mediopassivischen Formen einiger altgriechischen Verben auf -μι. Fast alle dieser Verben sind gelehrt, d. h., sie werden meist in schriftlichen Texten oder bei gehobenem Stil verwendet; dies gilt insbesondere für die 1. und 2. Person Plural und alle Paratatikosformen. Eines der gebräuchlichsten Wörter dieser Gruppe ist das nur in der 3. Person Singular auftretende πρόκειται (για) es handelt sich (um).

Endung Präsens Verben auf ‑αμαι Verben auf ‑εμαι Verben auf ‑ειμαι
-μαι ανθίσταμαι προστίθεμαι πρόσκειμαι
-σαι ανθίστασαι προστίθεσαι πρόσκεισαι
-ται ανθίσταται προστίθεται πρόσκειται
-μεθα ανθιστάμεθα προστιθέμεθα προσκείμεθα
-σθε ανθίστασθε προστίθεσθε πρόσκεισθε
-νται ανθίστανται προστίθενται πρόσκεινται
Endung Paratatikos Verben auf ‑αμαι Verben auf ‑εμαι Verben auf ‑ειμαι
-μην (ανθιστάμην) (προστιθέμην) -
-σο (ανθίστασο) (προστίθεσο) -
-το ανθίστατο προστίθετο z. B. επρόκειτο
-μεθα (ανθιστάμεθα) (προστιθέμεθα) -
-σθε (ανθίστασθε) (προστίθεσθε) -
-ντο ανθίσταντο προστίθεντο -

Verben auf -ώ, -οίς, -οί/-ούμαι, -ούσαι, -ούται

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Einige Verben auf -ώ (Aktiv) bzw. -ούμαι (Mediopassiv), die aus der Kontraktion von -όω bzw. -όομαι entstanden sind (o-Kontrakta), haben ein altgriechisches Konjugationsschema beibehalten:

  • Aktiv: πληρώ, αξιώ, απαξιώ
Endung Präsens
πληρώ απαξιώ
-οίς πληροίς απαξιοίς
-οί πληροί απαξιοί
-ούμε πληρούμε απαξιούμε
-ούτε πληρούτε απαξιούτε
-ούν πληρούν απαξιούν
  • Mediopassiv: δικαιούμαι, υποχρεούμαι, καρπούμαι, επικαρπούμαι, ισούμαι, εξισούμαι
  • nur in der 3. Person Singular treten folgende, sehr seltene mediopassivische Verben auf: ευοδούται, ογκούται, διογκούται, κενούται, οξιδούται, συμμορφούται, εγκολπούται, υπερυψούται u. a.
Endung Präsens
-ούμαι δικαιούμαι υποχρεούμαι
-ούσαι δικαιούσαι υποχρεούσαι
-ούται δικαιούται υποχρεούται
-ούμεθα δικαιούμεθα υποχρεούμεθα
-ούσθε δικαιούσθε υποχρεούσθε
-ούνται δικαιούνται υποχρεούνται

Allerdings bilden viele dieser Verben auch die volkstümlicheren Formen -ώνομαι statt -ούμαι, -ώνεται statt -ούται usw. Diese sind weitaus häufiger in Gebrauch, weisen jedoch in Einzelfällen semantische Unterschiede gegenüber der gelehrten Form auf (δικαιούμαι ≠ δικαιώνομαι).

Verben auf -ώμαι

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Manche Verben haben in der mediopassivischen Form des Präsens die gelehrten Formen -ώμαι, -άσαι, -άται usw. beibehalten. Dazu zählen beispielsweise: εγγυώμαι, εξαρτώμαι, αιτιώμαι, ορμώμαι, ακροώμαι, καταχρώμαι, απατώμαι, ηττώμαι, εκτιμώμαι, αποκτώμαι u. a.

Endung Präsens
-ώμαι εγγυώμαι καταχρώμαι
-άσαι εγγυάσαι καταχράσαι
-άται εγγυάται καταχράται
-ώμεθα εγγυώμεθα καταχρώμεθα
-άσθε εγγυάσθε καταχράσθε
-ώνται εγγυώνται καταχρώνται

Auch diese Verben weisen teilweise volkssprachliche Pendants auf; beispielsweise existieren neben der gelehrten Form εξαρτώμεθα auch εξαρτόμαστε und εξαρτιόμαστε.

Defektive Verben

[Bearbeiten | Quelltext bearbeiten]

Defektive Verben besitzen nicht wie gewöhnlich drei Stämme, sondern existieren z. B. nur im Präsensstamm. Andere bilden theoretisch alle Formen (etwa in einem extrem gelehrten Kontext), sind aber ausschließlich im Präsens und Paratatikos tatsächlich gebräuchlich und damit de facto defektiv. Im Folgenden wird aus der Vielzahl dieser Verben im Neugriechischen eine Auswahl gegeben.

Keinen Aoriststamm bilden folgende Verben:

  • είμαι
  • έχω (lediglich in sehr gelehrten Kontexten oder festen Phrasen taucht der Aorist έσχον auf)
  • ανήκω
  • βρίθω
  • δικαιούμαι, υποχρεούμαι usw.
  • οφείλω
  • πάσχω
  • πληρώ
  • πρέπει
  • πρόκειται
  • χάσκω
  • u. v. a.

Nur im Aoriststamm ist heute noch gebräuchlich:

  • κορεννύω (Aorist κόρεσα)

Nicht im Paratatikos, sondern meist nur im Präsens, Aorist oder Futur sind gebräuchlich:

  • ανακλώμαι
  • εγγυώμαι, εξαρτώμαι usw.
  • αποπειρώμαι
  • εκρήγνυμαι (im Aorist nur in der 3. Pers. gebräuchlich: εξερράγη, εξερράγησαν)
  • κατάσχω
  • πλήττομαι

Nicht im Paratatikos und Aorist, sondern nur im Präsens und Futur (beider Stämme!) ist gebräuchlich:

  • αίρω, αίρομαι

Oftmals sind von einzelnen Zeiten nur bestimmte Formen gebräuchlich. Folgende Verben bilden beispielsweise den Paratatikos meist nur in der dritten Person; alle anderen Formen sind sehr gelehrt:

  • δικαιούμαι, υποχρεούμαι usw.
  • θεωρούμαι
  • εγκαθίσταμαι
  • καλούμαι
  • Babiniotis, Georgios (Μπαμπινιώτης, Γεώργιος): Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. 1. Aufl. Athen 1998
  • Iordanidou, Anna (Ιορδανίδου, Άννα): Τα Ρήματα της Νέας Ελληνικής. 24. Auflage. Εκδόσεις Πατάκη, Athen 2013, ISBN 978-960-293-670-2.
  • Klairis, Christos; Babiniotis, Georgios (Κλαίρης, Χρήστος; Μπαμπινιώτης, Γεώργιος): Γραμματική της Νέας Ελληνικής. Athen 2005
  • Oudshoorn, Wim; Wennekendonk-Visser Marietje: Griechische Verben. Formen und Gebrauch. Deutsche Bearbeitung von Angelika Lohre. Stuttgart 1993
  • Ruge, Hans: Grammatik des Neugriechischen (Lautlehre, Formenlehre, Syntax) Köln 2001, ISBN 3-923728-19-0
  • Triantafyllidis, Manolis (Τριανταφυλλίδης, Μανόλης): Νεοελληνική Γραμματική, Athen 1941
  • [o.A.]: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών σπουδών: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. 1. Aufl. Thessaloniki 1998